ἀποκυματίζω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
make to swell with waves, boil up, Plu.2.734e: metaph., ἀ. τὰς ψυχάς ib.943d; ἦχον D.H.Comp.23.
Spanish (DGE)
1 levantar en oleadas τὸ πνεῦμα Plu.2.734e
•fig. producir como una ola τὸν ἦχον D.H.Comp.23.15.
2 fig. barrer por el oleaje (τὰς ψυχάς) γλιχομένας Plu.2.943d.
German (Pape)
[Seite 309] wie eine Welle wegreißen, ἡ θερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.
French (Bailly abrégé)
ballotter avec les flots, rendre houleux.
Étymologie: ἀπό, κυματίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκῡμᾰτίζω: поднимать волнами, перен. волновать, возбуждать (τὸ πνεῦμα, ψυχάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡματίζω: κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς αὐτόθι 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.
Greek Monolingual
ἀποκυματίζω (Α)
κάνω κάτι να κυματίζει, να αναβράζει.