ἀποθεώρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, serious contemplation, Plu.Pel.25; wide view, τόπος τὴν ἀ. πανταχόθεν εὐφυής D.S.19.38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ref. a la percepción sensible observación τόπον ... πρὸς τὴν ἀ. πανταχόθεν εὐφυῆ D.S.19.38.
2 ref. a la percepción intelectual observación, consideración τοῦ βίου Plu.Pel.25, τῶν ἀλόγων ζῷων Plu.2.1045b.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, das Sehen in die Ferne, D. Sic.; τοῦ βίου, Betrachtung, Plut. Pelop. 25, oft.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'observer, de viser, d'avoir un rapport direct avec.
Étymologie: ἀποθεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθεώρησις: εως ἡ наблюдение, созерцание Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθεώρησις: -εως, ἡ, σοβαρά, σπουδαία θεώρησις, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλουτ. Πελοπ. 25, κτλ.
Greek Monolingual
ἀποθεώρησις, η (Α)
η προσεκτική εξέταση.
Greek Monotonic
ἀποθεώρησις: -εως, ἡ, σοβαρή εξέταση, σπουδαία έρευνα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
serious contemplation, Plut.