ἀπειρόδακρυς

Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

υ, ignorant of tears, A.Supp.71.

Spanish (DGE)

que no conoce el llanto καρδία A.Supp.71.

German (Pape)

[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρόδακρυς: υ, gen. υος ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. ἄπειρος I] не знающий слез (καρδία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.

Greek Monolingual

ἀπειρόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει.