ἀστύνικος

Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῠ] πόλις Athens the victorious city, A.Eu.915.

Spanish (DGE)

(ἀστύνῑκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
victorioso πόλις ref. a Atenas, A.Eu.915.

German (Pape)

[Seite 379] πόλις, die siegreiche Stadt, Athen, Aesch. Eum. 875.

French (Bailly abrégé)

πόλις (ἡ) :
ville victorieuse.
Étymologie: ἄστυ, νίκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀστύνῑκος: побеждающий (другие) города, победоносный (πόλις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστύνῑκος: πόλις, ἡ, Ἀθῆναινικηφόρος πόλις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 915.

Greek Monolingual

ἀστύνικος, η (Α)
«ἀστύνικος πόλις» — η νικήτρια και ένδοξη πόλη (Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νικος < νίκη.

Middle Liddell

νίκη
(sc. πόλις) Athens, the victorious city, Aesch.