ἄνωρος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἄνορος ICr.4.72.7.29 (Gortina V a.C.); adv. tes. ἀνόρος IG 9(2).255.2 (Fársalo)
I 1menor de edad, ICr.l.c., ZPE 12.174.1 (Egipto V a.C.), SEG 27.444 (Olbia IV d.C.).
2 ἄνωρον· ὀξύν Hsch.
II adv. ἀνόρος antes de tiempo ἀ. ὄλετο IG l.c.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἄνωρος: преждевременный: ἀποθανὼν ἄ. Her. безвременно умерший.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἄνωρος, -ον (Α) ώρα
βλ. άωρος
(«ἄνωρος ἀποθανών» — πριν της ώρας του, Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
= ἄωρος.]