ἆμαρ

Revision as of 18:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.

Spanish (DGE)

v. ἦμαρ.

German (Pape)

[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦμαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.

English (Slater)

ἆμᾰρ day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)

Greek Monotonic

ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.