ἐξορούω

Revision as of 19:27, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.

French (Bailly abrégé)

s'élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορούω:
1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.

Greek Monolingual

ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. σω
to leap forth, Hom.