ορμώ
Greek Monolingual
(I)
(Α ὁρμῶ, ὁρμάω) ορμή
1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τον χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾶσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ' ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.)
νεοελλ.
(μέσ. και παθ.) ορμώμαι, -άομαι
α) κινούμαι από κάποια αιτία, έχω κάτι ως αφορμή («από πού ορμώμενος το έκανες αυτό;»)
β) μτφ. κατάγομαι, προέρχομαι
αρχ.
1. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. αρχίζω να κάνω κάτι
3. έχω τάση ή κλίση για κάτι
4. κατέχομαι από ενστικτώδεις ορμές («πρὸς τὰς ὀχείας ὁρμᾱν», Αριστοτ.)
5. (μέσ. και παθ.) α) αναγκάζομαι να κάνω κάτι
β) (για αφηρ. έννοια) προχωρώ, προβαίνω («ἐχθρῶν ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾱται», Σοφ.).
(II)
(Α ὁρμῶ, -έω) [όρμος (II)]
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμῶ» — έχω διπλό τρόπο διαφυγής ή σωτηρίας
β) «μέγας ἐπὶ σμικροῖς ὁρμῶ» — εξαρτώμαι από μικρά πραγματα.