εφορμώ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

(I)
(ΑΜ ἐφορμῶ, -άω)
ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω
αρχ.
1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου
2. (με απρμφ.) επιθυμώ
3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι
4. (παθ. και μέσ.) εφορμώμαι, -άομαι
(με απρμφ.) παροτρύνομαι, έχω προθυμία, επιθυμώ να κάνω κάτι, διεγείρομαι
5. μέσ. ορμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρμῶ (< ὁρμή)].
(II)
(ΑΜ ἐφορμῶ, -έω, Α και επορμέω) [[[έφορμος]] II]
είμαι αγκυροβολημένος βρίσκομαι σε όρμο
αρχ.
1. εκτελώ αποκλεισμό
2. αράζω, προσορμίζομαι
3. παραμονεύω, παραφυλάω, καιροφυλακτώ
4. βασίζομαι, εμπιστεύομαι
5. παθ. ἐφορμοῦμαι
αποκλείομαι, πολιορκούμαι.