ordain
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Appoint: P. and V. καθιστάναι, τάσσειν, προστάσσειν. Set over: P. and V. ἐφιστάναι. Establish: P. and V. καθιστάναι, ἱστάναι, ἱδρύειν, ποιεῖν, τιθέναι, προτιθέναι (or mid.). Decree, command: P. and V. κελεύειν, προστάσσειν, ἐπιτάσσειν; see command.