ἐσφορά, v. εἰσ-.
ion. et anc. att. c. εἰσφέρω.
ἐσφέρω: = εἰσφερω.
ἐσφέρω: ἐσφορά, ἴδε εἰσφέρω, εἰσφορά.
ἐσφέρω: ἐσφορά, βλ. εἰσ-.