εἰσφορά
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ἡ, (εἰσφέρω)
A carrying or gathering in, X.Oec.7.40.
II at Athens, etc., property-tax levied for purposes of war, εἰσφορὰς εἰσφέρειν Antipho 2.2.12, Lys.30.26, cf. Th.3.19, etc.
b in Egypt, special tax, PTeb.89.74, 124.35 (pl.), etc.
2 generally, contribution, χρημάτων Pl.Lg.955d; αἱ εἰ. τῶν τελῶν Arist.Pol.1313b26.
III introduction, proposal, νόμων D.H.10.4, cf. D.C.37.51.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ἐσφορά IG 13.21.56 (V a.C.), Th.3.19, D.C.37.51.2, Philostr.VA 5.36
I econ.
1 gener. aportación económica a la casa, ingresos X.Oec.7.40.
2 pago, abono c. gen. τῶν τελῶν Arist.Pol.1313b26, συμβολῶν Ph.1.359, τῶν δημοσίων τελεσμάτων PLond.1249.6 (IV d.C.).
3 impuesto, contribución Pl.Lg.744b, R.343d, D.19.282, χρημάτων εἰσφοραί Pl.Lg.955d, cf. IG l.c., εἰσφοραὶ καὶ χορηγίαι Antipho 2.3.8, αἱ τῶν εἰσφορῶν καταβολαί Chrys.Sac.1.2.49, ὑπὲρ τοῦ χωρίου IG 22.2492.24 (IV a.C.), εἰ. ἀπὸ τῶν χωρίων τοῦ τιμήματος IG 22.2498.7 (IV a.C.), τὰς εἰσφορὰς ποιεῖσθαι aportar las contribuciones a la confederación beocia Hell.Oxy.33.401, τὴν εἰσφορὰν τελεῖν pagar el impuesto I.BI 2.404, cf. Plb.4.60.4, διδόναι τὴν εἰσφοράν satisfacer el impuesto, FAmyzon 28.12 (II a.C.), παρὰ τῶν πολιτῶν εἰσφορὰς ᾔτει Polyaen.5.2.19, τὰς εἰσφορὰς κατατίθεσθαι PBeatty Panop.2.97 (III d.C.), τοῖς [ἰ] ατροῖς εἰσφορὰν ἐπιτιθέναι IEphesos 4101.11 (II d.C.), ἀτελεῖς ... εἰσφορᾶς πάσας FD 2.68.73 (III a.C.), χειριστὴς εἰσφορῶν IGLS 718.33 (I a.C.), αἱ τῆς γῆς εὐσεβεῖς εἰσφοραί PRyl.659.22 (IV d.C.), τῶν εἰσφορῶν κουφίσας IG 12(7).506.16 (Amorgos III a.C.), cf. D.S.13.64.4, τοὺς δ' ἰδιώτας ... οὐ βαπτίζουσι ταῖς εἰσφοραῖς no abruman a los particulares con impuestos D.S.1.73.6
•esp. ref. un impuesto extraordinario c. fines bélicos, en Atenas ἐσενεγκόντες ... ἐσφορὰν διακόσια τάλαντα Th.l.c., cf. Ar.Lys.654, αἱ εἰσφοραὶ αἱ εἰς τὸν πόλεμον D.20.26, εἰσφορὰς εἰσφέρειν pagar los impuestos Antipho 2.2.12, Is.4.29, Isoc.15.108, Lys.30.26, εἰσφορὰν τιθέναι satisfacer el impuesto D.22.44, cf. 42, εἰσφορὰς ποιεῖσθαι recaudar impuestos Isoc.8.12, cf. Anaximen.Rh.1425b26, Plb.2.62.7, εἰσφορὰς προστάττειν imponer contribuciones extraordinarias X.Oec.2.6, ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς agobiado por las cargas de la guerra Ar.Eq.924, cf. Lys.28.3, 4, X.HG 6.2.1, ἐμαυτῷ μὲν ἐπέγραψα τὴν μεγίστην εἰσφοράν me impuse la contribución más onerosa Isoc.17.41
•en otros lugares μὴ βαρυνθήσεσθαι ταῖς εἰσφοραῖς Plb.5.94.9, cf. Antiph.202, D.H.9.15, 15.3, τὰς εἰσφορὰς διδόναι pagar el impuesto de guerra, D.S.13.52.5
•en Egipto, n. de impuesto en especie sobre tierra sagrada PTeb.36.9, 1149.54 (ambos II a.C.), crist. en el ámbito privado ἡ περὶ τοὺς συγγενεῖς εἰ. Basil.M.31.1393C, οὐ γὰρ ποσότητα εἰσφορᾶς ἀπαιτεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ μέτρα γνώμης Chrys.M.59.404, cf. Const.App.2.35.1, τὴν εἰσφορὰν ἀποδίδωσιν contribuye con su aportación Thdt.M.83.653C.
4 tributo impuesto a pueblos sometidos ἀπάγεσθαι πρὸς τὰς εἰσφοράς apresar por impago de tributos Plb.1.72.5, εἰσφορὰς ἐπιτάττειν imponer tributos Aristid.Or.25.43, τὰς εἰσφορὰς ὁρισθῆναι Thphr.Fr.145
•fig. φύσεως θεσμοῖς εἰ. ἀναγκαία el tributo debido a las leyes de la naturaleza ref. la procreación, Ph.2.298 (p.144).
II 1relig. ofrenda LXX Ex.30.13, τὴν εἰσφορὰν νομοθετῆσαι fijar la cuantía de la ofrenda Ph.2.234, αἱ δ' εἰσφοραὶ λύτρα προσονομάζονται Ph.2.224, cf. 1.535, λύχνων ... εἰς τὸ ἱερόν Aristid.Or.47.32.
2 jur. propuesta, introducción de una ley o proyecto de ley, Arist.Pol.1322b14
•lat. rogatio νόμων εἰ. op. ἀναίρεσις ‘derogación’, D.H.10.4, τοῦ φρατριατικοῦ νόμου D.C.37.51.2, cf. Hermog.Prog.12.
3 transporte βολίμου εἰσφορᾶς δραχμαὶ τρεῖς CID 2.31.26 (IV a.C.), ζυγάστρου CID 2.34.2.24 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 746] ἡ, das Eintragen, Einernten, Xen. Oec. 7, 40. Gew. = Beitrag, χρημάτων Plat. Legg. XII, 955 d; Xen. Hell. 6, 2, 1; Abgabe, bes. außerordentliche Vermögens- oder Kriegssteuer der Bürger (φόρος der Fremden), εἰσφορὰς εἰσφέρειν, Thuc. 3, 9; Antiph. II β 12; Lys. 7, 31. 21, 3, u. sonst oft bei Rednern; vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 3 ff.; τῶν τελῶν, Tributentrichtung, Arist. Pol. 5, 11; – νόμου, Vorschlag, Einbringung eines Gesetzes, D. Cass. 37, 51 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
anc. att. ἐσφορά;
1 apport;
2 particul. apport d'une somme d'argent, versement, contribution.
Étymologie: εἰσφέρω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσφορά: староатт. ἐσφορά ἡ тж. pl.
1 взнос, платеж (χρημάτων Xen., Plat.; τελῶν Arst.);
2 налог, подать (εἰσφορὰς εἰσφέρειν Thuc., Lys.);
3 вклад Xen.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφορά: ἡ, (εἰσφέρω) τὸ εἰσφερόμενον, ἡ συγκομιδή, γελοία δ’ αὖ... ἡ ἐμὴ εἰσφορὰ φαίνοιτ’ ἄν, εἰ μὴ εἴη ὅστις τὰ εἰσενεχθέντα σῴζοι Ξεν. Οἰκ. 7. 40. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς συνήθεις φόρους, φόρος ἐπὶ τῆς περιουσίας ἐπιβαλλόμενος εἰς τοὺς πολίτας καὶ τοὺς μετοίκους καὶ εἰσπραττόμενος δι’ ἰδιαιτέρας νομικῆς πράξεως πρὸς κάλυψιν ἐλλείματος ἐν ταῖς προσόδοις, μάλιστα ἐκ καιρῷ πολέμου πρὸς κάλυψιν τῶν δαπανῶν, εἰσφορὰν εἰσφέρειν Ἀντιφῶν 117. 33, Θουκ. 3. 19, κτλ.· πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθην. 2. 227, Ἑρμάνν. Νόμ. 955D· ἡ εἰσφορὰ τῶν τελῶν φαίνεται ὅτι εἶναι πληρωμὴ εἰς λογαριασμὸν τῶν τακτικῶν φόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10. ΙΙΙ. πρότασις, νόμου Δίων Κ. 37. 51, κτλ. IV. εἰσαγωγὴ λέξεώς τινος, Διογ. Λ. 7. 67.
Greek Monolingual
η (AM εἰσφορά)
συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος
αρχ.
1. συγκομιδή
2. (για λέξη) εισαγωγή
3. εισήγηση, πρόταση
4. πληρωμή (ιδίως φόρων)
5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου σε πολίτες ή μετοίκους για την κάλυψη πολεμικών δαπανών.
Greek Monotonic
εἰσφορά: ἡ (εἰσφέρω),·
I. συγκέντρωση, συνάθροιση, συγκομιδή, σε Ξεν.
II. στην Αθήνα, φόρος ιδιοκτησίας που εισπράττονταν για κάλυψη του ελλείμματος στο εισόδημα (στα έσοδα), για κάλυψη αναγκών ή απαιτήσεων, δαπανών πολέμου, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
εἰσφορά, ἡ, εἰσφέρω
I. a gathering in, Xen.
II. at Athens, a property-tax levied to supply a deficit in the revenue, to meet the exigencies of war, Thuc., etc.
English (Woodhouse)
of money, property tax, property-tax
Lexicon Thucydideum
collatio pecuniae, contribution of money, 1.141.5, 3.19.1, [vulgo commonly εἰσφ.]
Translations
contribution
Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג