ἔντμημα

Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, cut in a thing, incision, notch, X.Cyn.2.7.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
hendidura, incisión αἱ δὲ (σχαλίδες) ... ἔχουσαι ... τὰ ἐντμήματα μὴ βαθέα las estacas que tienen hendiduras poco profundas X.Cyn.2.7.

German (Pape)

[Seite 856] τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau coupé, entaille, incision.
Étymologie: ἐντέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔντμημα: ατος τό разрез, надрез (ἐντμήματα μὴ βαθέα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔντμημα: τό, ἐντομή, Ξεν. Κυν. 2. 7.

Greek Monolingual

ἔντμημα, το (Α)
εντομή.

Greek Monotonic

ἔντμημα: -ατος, τό (ἐντέμνω), εντομή, χαραματιά, εγκοπή, χαρακιά, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔντμημα, ατος, τό, ἐντέμνω
an incision, notch, Xen.