ἔκδετος

Revision as of 20:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (ἐκδέω) fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδετος: привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.

Greek Monotonic

ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔκδετος, ον ἐκδέω
fastened to, Anth.