2ᵉ pl. impf. épq. de ἀγάομαι.
ἠγάασθε: стяж. ἠγᾶσθε (γᾱ) эп. 2 л. pl. impf. к ἀγάομαι.
ἠγάασθε: ἴδε ἐν λ. ἄγαμαι.
see ἄγαμαι.
ἠγάασθε: Επικ. αντί ἤγασθε, βʹ πληθ. του ἄγαμαι.