ἄγαμαι
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
[ᾰ], 2pl.
A ἄγασθε Od.5.129, Ep. ἀγάασθε ib.119; Ep. inf. ἀγάασθαι 16.203: impf. ἠγάμην Pl.R. 367e, X.Smp.8.8, Ep. 2pl. ἠγάασθε Od.5.122: fut. Ep. ἀγάσσομαι Od.4.181; later, ἀγασθήσομαι Them.Or.27.337b, Themist.Ep.8: aor. ἠγασάμην Hom. D.18.204, Plu.Fab.18, etc.; Ep. ἠγάσσατο or ἀγάσσατο Il.3.181,224; after Hom. the pass. ἠγάσθην prevails, Hes.Fr.93.2, Sol.33, etc. (Perh. cognate with ἀγα-, q.v.) [ᾰγᾰμαι, but ἠγᾱασθε metri grat., Od. l.c.]
I abs., wonder, μνηστῆρες δ'.. ὑπερφιάλως ἀγάσαντο Od.18.71, etc.; c. part., Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ' εἶδος ἰδόντες Il.3.224.
2 more freq. c. acc., admire a person or thing, τὸν δ' ὁ γέρων ἠγάσσατο Il.3.181; ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Od.6.168; μῦθον ἄ. Il.8.29; τὸ προορᾶν ἄ. σευ Hdt.9.79; ὑμέων ἀγάμεθα τὴν προνοίην Id.8.144; οὐκ ἄγαμαι ταῦτ' ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA28; ταῦτα ἀγασθείς X.Cyr.2.3.19, cf. Isoc.4.84, etc.: c. acc. pers. et gen. rei, admire one for a thing, Pl.R. 426d, X.Cyr.2.3.21.
3 c.gen., wonder at freq. in Com., ἄγαμαι δὲ λόγων Ar.Av.1744; ἄ. κεραμέως αἴθωνος Eup.21D.; ἄ. σοῦ στόματος, ὡς.. Phryn.Com.10:—also in Prose, X.Mem.2.6.33, Pl.Euthd.276d, etc.
4 c. gen. pers., foll. by part., wonder at one's doing, ἄ. Ἐρασίνου οὐ προδιδόντος Hdt.6.76.b'; ἀ. αὐτοῦ εἰπόντος Pl.R. 329d, etc.; ἄ. τινος ὅτι,.. διότι... Id.Hp.Ma.291e, X.Mem.4.2.9, etc.
5 c. dat., to be delighted with a person or thing, Hdt.4.75, Pl.Smp. 179c, X.Cyr.2.4.9; later, ἐπί τινι, D.Ep.2.11, Menetor Hist. 1, Phalar.Ep.79.
II in bad sense, feel envy, bear a grudge, c. dat. pers., εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il. 17.71; ἀγασσάμενοι [μοι] περὶ νίκης 23.639; with inf. added, to be jealous of one that... σχέτλιοί ἐστε, θεοί,.. οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι Od.5.119, 23.211; foll. by a relat., ἔφασκε Ποσειδάων' ἀγάσεσθαι ἡμῖν, οὕνεκα.. 8.565:—Pass. aor. ἠγάσθην Hes.Fr. 93.2, dub. in E.HF845.
2 c. acc, to be jealous of, be angry at a thing, ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Od.2.67; of Gods, 4.181, cf. 23.64. Cf. ἀγαίομαι.
Spanish (DGE)
(ἄγᾰμαι)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: impf. -αμην Pl.R.367e; fut. ἀγάσσομαι Od.4.181, ἀγασθήσομαι Themist.Ep.8.3, Them.Or.27.337B; aor. -ασσα-/-ασα Hom., ἠγασάμην D.18.204, Plu.Fab.18, ἠγάσθην Hes.Fr.176.2, v. tb. ἀγαίομαι, ἀγάομαι
I en cont. negat.
1 c. ac. de cosa reprobar κακὰ ἔργα Od.2.67, 23.64, τὰ μέν Od.4.181.
2 c. dat. de pers. mirar con reprobación, mirar con malevolencia εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.17.71, ἔφασκε Ποσειδάων' ἀγάσεσθαι ἡμῖν, οὕνεκα ... Od.8.565, νῶϊν ἀγάσαντο παρ' ἀλλήλοισι μένοντε Od.23.211
•abs. οὔτε λίην ἄγαμαι tampoco estoy demasiado ofendida, Od.23.175.
3 envidiar, estar envidioso, encelarse, tener celos abs. μή τι κότῳ ἀγάσησθε ἕκαστος Il.14.111
•c. dat. de pers. y gen. de cosa μή οἱ δῆμος εὐκλείης ἀγάσαιτο A.R.1.141
•sólo c. gen. ἔκρυψαν τὸ [π] άντων ἔργων ἱερώτ[ατον] γλυκείας ὀπὸς ἀγασ[θ] έντες Pi.Fr.52i.75
•c. περί y gen. ἀγασσάμενοι περὶ νίκης Il.23.639
•abs. indif. envidiar, tener celos o admirar (cf. infra) μνηστῆρες δ' ... ὑπερφιάλως ἀγάσαντο Od.18.71.
II en cont. gener. posit.
1 admirar, quedar sobrecogido c. ac. de pers. τὸν δ' ὁ γέρων ἠγάσσατο Il.3.181, ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Od.6.168, τὸν νομοθέτην Arist.Pol.1333b18, de seres fabulosos τινα ταῦρον Nonn.D.25.228, τὰ δ' ἄρ' ἴχνια ... οἷά τ' ἀγάσσασθαι h.Merc.343
•de palabras y abstr. μῦθον ἀγασσάμενοι Il.8.29, δύνασιν ... ἀγασθείς Pi.P.4.238, μεγαλοψυχίαν Plb.18.41.5, προαίρεσιν Plb.39.3.11, τὸ προορᾶν σευ Hdt.9.79, οὐκ ἄγαμαι ταῦτ' ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA 28, cf. X.Cyr.2.3.19, Isoc.4.84, αὐτοῦ τὴν φιλοφροσύνην Aesop.65, Ζεὺς ἀγασάμενος ἀλώπεκος τὸ συνετὸν τῶν φρενῶν Aesop.109
•c. gen. de pers. o cosa Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ' εἶδος ἰδόντες Il.3.224, ἄγασθαι τοῦ Ἐρασίνου οὐ προδιδόντος τοὺς πολιήτας Hdt.6.76 (tb. interpr. con el sent. de II 2), ἀγασθέντες τῆς σοφίας αὐτοῖν Pl.Euthd.276d, cf. X.Mem.2.6.33, Pl.R.329d, ὅταν ἀγασθῶσι σφόδρα του cuando admiran mucho a alguno Arist.EN 1145a29, frec. en 1a pers. equiv. a veces a una exclamation ἄγαμαι καρδίας te admiro corazón e.e. ¡bravo mi corazón! Ar.Ach.489, ἄγαμαι λόγων Ar.Au.1744, νὴ τὴν Ἥραν ... ἄγαμαί γέ σου X.Mem.4.2.9, cf. Pl.Hp.Ma.291e, ἄγαμαι νῦν ἀκούων Plb.31.24.4, irón. ἄγαμαι κεραμέως αἴθωνος ἐστεφανωμένου Eup.349, ἄγαμαι ... σοῦ στόματος Phryn.Com.10, c. gen. de pers. y gen. de cosa ὅστις οὐκ ἠγάσθη τέ σου τῆς φιλανθρωπίας E.Ep.3.8
•c. ac. de pers. y gen. de cosa admirar a uno por algo Pl.R.426d
•c. dat. de pers. o cosa (posthom.) estar admirado, encantado con alguien o algo Hdt.4.75, Pl.Smp.179c, X.Cyr.2.4.9, ἐπί τινι D.Ep.2.11, Menetor 1
•abs. ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς los corazones de ambos estaban llenos de asombro, Od.4.658, cf. ὡς δ' εἶδον θυμός μευ ἀγάσσατο IMEG 149 (IV d.C.), ἀγασθείς perplejo Sol.23.3, como etim. de ἀγαθόν: τὸ δὲ ἀγαθὸν νενόηται ἐκ τοῦ ἄγασθαι ἡμᾶς S.E.M.11.85.
2 agradarle a uno, aprobar, aplaudir οὐκ ἄγαμαι τὸν ἀοιδὸν ὃς ... no me agrada el aedo que ... Call.Ap.106, τοὺς παῖδας ref. a una actuación musical, Call.Ap.16.
3 c. μή preguntarse si no δῆμος ... ἠγάσσατο, μὴ ... Λητὼ ... καὶ τοῦτον ἀνήγαγε el pueblo se preguntaba si acaso no habría dado a luz Leto también a este otro Colluth.241.
4 coloquialmente, entre pausas, ἄγαμαι por favor Cephisod.3.2.
• Etimología: Formación rad. atem. deriv. de *m̥g°Hu̯2- > ἀγα-, μέγα, ἄγαν.
German (Pape)
[Seite 8] (Αγα, γαίω, vgl. ἄγαν), ἄγασαι Xen. Cyr. 3, 1, 15; ep. auch (von ἀγάομαι) ἀγάασθαι, ἀγάασθε, ἠγάασθε, ἀγώμενος Hes. Th. 619; s. auch ἀγαίομαι; fut. ἀγάσομαι, ep. ἀγάσσομαι; aor. ἠγάσθην, ep. ἠγασάμην, ἀγάσσασθαι, doch auch Dem. 18, 204, ἀγάσαιτο. – 1) bewundern, οὔτε λίην ἄγαμαι Od. 23, 175, οὔτε τι θαυμάζειν περιώσιον οὔτ' ἀγάασθαι 16, 263, abs. ὑπερφιάλως ἀγάσαντο, staunten, 18, 71; oft μῦθον ἀγασσάμενοι, worin zugleich gut heißen liegt; ὡς σέ, γύναι, ἄγ. τε τέθηπά τε Od. 6, 168; – δύνασιν ἀγασθείς Pind. P. 4, 238; cf Her. 4, 46. 8, 144; Plat. Prot. 361 e; Xen. Cyr. 7, 3, 6; Isocr. Pan. 84; bes. oft Plut. u. Ep. neben u. für θαυμάζειν; – τινός, Eur. Rhes. 245; Arist. Ach. 489; Xen. Oec. 4, 21 Mem. 2, 6, 34; Plat. Gorg. 526 a; Dem. 18, 264. 66, 26, s. nachher; – τινί, Her. πυρίῃ ἀγάμενοι 4, 75, Freude habend an; Xen. Cyr. 6, 4, 9; 2, 4, 9 τούτοις, οἷς ἀγασθείη, kann Attraction sein; τῷ ἔργῳ Plat. Conv. 179 c, wo jedoch einige mss. ἕργον haben; ἐπί τινι Ath. XIII, 594 c. – Häufiger in Prosa, u. com., vgl. B. A. 335, mit dem gen. der Person, schätzen u. lieben, wo die Sache a) im acc. steht: Γοργίου ταῦτα ἀγ. Plat. Men. 95 c; αὐτοῦ τὴν φύσιν theaet. 142 c; σ οῦ πολλά Xen. Conv. 8, 12; doch auch umgekehrt: τούτους τῆς ἀνδρείας Plat. Rep. IV, 426 d; τινὰ τῆς πραότητος Xen. Cyr. 2, 3, 21; τῆς σοφίας αὐτοῖν Plat. Euthyd. 276 d; – b) ein Satz folgt: ἀγ. σοῦ ὅτι Plat. Hipp. mai. 221 e; Xen. Ag. 8, 4; ἀγ. σοῦ, διότι οὐ προείλου Mem. 4, 2, 9; τοῦ πατρός, ὅσα πέπραχε Cyr. 3, 1, 15; – c) c. partic., Ἐρασίνου οὐ προδιδόντος τοὺς πολιήτας Her. 6, 76; αὐτοῦ εἰπόντος ἀγασθείς Plat. Rep. I, 823 d. – 2) im schlimmen Sinn: aufgebracht sein gegen Jemand, zürnen (vgl. ἀγαίομαι, VLL. ὀργίζεσθαι), Hom. ἀγασσάμενοι περὶ νίκης Il. 23, 633, u. τινί, Ποσειδάων' ἀγάσασθαι ἡμῖν Od. 8, 565, θεαῖσἀγάασθε παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι, darüber, daß sie, 5, 113; vgl. Il. 17, 71; mit acc. Od. 2, 67 ἀγασσάμενοι κακὰ ἕργα, 23, 64 ὕβριν ἀγασσάμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα. Hierher zieht man auch Odyss. 16, 249 ὅτε δή μιν πάντες ἀγασσάμεθ' ἐξερέοντες, s. Scholl.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠγάμην, f. inus., ao. ἠγάσθην plus us. que ἠγασάμην, pf. inus.
I. en b. part;
1 admirer, acc. ou gén. ; avec un double rég. ἄγασθαί τινά τινος XÉN admirer qqn pour qch ; ἄγασθαί τινός τι EUR admirer qch de qqn;
2 être charmé ou satisfait : τινι, de qqn, de qch;
II. en mauv. part;
1 porter envie à, être jaloux de, τινι;
2 voir avec déplaisir, être irrité, s'irriter de, acc..
Étymologie: R. ΓαϜ, briller ; cf. ἀγάζω, ἀγαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄγᾰμαι: (fut. ἀγάσ(σ)ομαι, impf. ἠγάμην, aor. ἠγάσθην и ἠγασ(σ)άμην - эп. тж. ἀγασσάμην)
1 восторгаться, восхищаться (τινα и τι Hom., Her., Xen., τινι Her., Xen., Plat. или τινος Arph.): ἄ. εἰπόντος τινός Plat. быть в восхищении от чьих-л. слов; ἄ. τινά τινος Xen., Plat. и τινός τι Eur. быть в восторге от чего-л. в ком-л., восхищаться чем-л. в ком-л.; ἄ. τινι ἔν τινι Xen. быть чрезвычайно довольным кем-л. за что-л.;
2 завидовать (τινι περί τινος Hom.);
3 возмущаться, негодовать: ἀγάσασθαι τι Hom. вознегодовать на (за) что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγᾰμαι: [ᾰ], β΄ πληθ. ἄγασθε (κοιν. ἀγᾶσθε ἐκ τοῦ ἀγάομαι), Ὀδ. Ε, 129, Ἐπ. ἀγάασθε, αὐτ. 119· Ἐπ. ἀπαρ. ἀγάασθαι, ΙΙ, 203: παρατ. ἠγάμην, Πλάτ. Πολ. 367Ε, Ξεν., Ἐπ. β΄ πληθ. ἠγάασθε, Ὀδ. Ε. 122: - μέλλ. Ἐπ. ἀγάσσομαι, Ὀδ. Δ. 181, (δι. γρ. Α 389), μεταγ. ἀγασθήσομαι, Θεμίστ.: - ἀόρ. ἠγασάμην, Ὅμ., Δημ. 296. 4, Πλούτ., κτλ.· Ἐπ. ἠγάσσατο ἢ ἀγάσσατο, Ἰλ. Γ, 181, 224· ἀλλὰ μεθ’ Ὅμ. ἐπικρατεῖ ὁ παθ. ἀόρ. ἠγάσθην, Ἡσ. Ἀποσ. 206, Σόλων, 32, Πίνδ., Ἀττ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τῶν ἑξῆς: ἄγη (= θαυμασμός), ἀγάζομαι, ἀγαίομαι· πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. ἄητος, 4.) [ᾰγᾰμαι, ἀλλ’ ἠγᾱασθε κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ ἐπ. μέτρου, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) Ι. ἀπολ., θαυμάζω, ἐκπλήττομαι, μνηστῆρες δ’… ὑπερφιάλως ἀγάσαντο, Ὀδ. Σ. 71, κτλ.· μ. μετοχ., ἄγαμαι ἰδών, Ἰλ. Γ, 224· πρβλ. ἀγάομαι. 2) συχνότερον μετ’ αἰτ., θαυμάζω πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, τὸν δ’ ὁ γέρων ἠγάσσατο, Ἰλ. Γ, 181· ὥς σε, γύναι, ἄγαμαι, Ὀδ. Ζ, 168· μῦθον ἄγ., Ἰλ. Θ, 29· τὸ προορᾶν ἄγ. σευ, Ἡρόδ. 9. 79, πρβλ. 8.144· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ταῦτα ἀγασθείς, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 19, πρβλ. 7. 1, 41, κτλ.· -μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ γεν. πράγ., ἄγαμαί τινα τῆς ἀνδρείας, Πλάτ. Πολ. 426D, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21. 3) μόνον μετὰ γεν. πράγμ., συχν. παρὰ κωμ., θαυμάζω διά τι, ἕνεκά τινος, ἄγαμαι δὲ λόγων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1744, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276D, Ξεν., κτλ., ἄγαμαι κεραμέως, Εὔπολ. Ἀδηλ. 90· ἄγ. σοῦ στόματος, ὡς … Φρύν. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 5. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ γεν. προσώπου, οὐκ ἄγαμαι ταῦτ’ ἀνδρὸς ἀριστέως, Εὐρ. Ὀρ. 28. 5) μ. γεν. προσώπου καὶ μετοχῆς, = θαυμάζω διὰ τὴν πρᾶξίν τινος, ἄγ. Ἐρασίνου οὐ προδιδόντος, Ἡρόδ. 6. 76, 2· ἄγ. αὐτοῦ εἰπόντος, Πλάτ. Πολ. 329D, κτλ.· οὕτως, ἄγ. τινος ὅτι … ἢ διότι …, ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 291Ε, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9, κτλ. 6) ὡσαύτως ὡς τὰ ῥήματα χαίρω, ἥδομαι, μ. δοτ., εὐφραίνομαι, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἴς τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, Ἡρόδ. 4. 75, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 845, Πλάτ. Συμπ. 179D, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 9· καὶ μεταγ. ἐπί τινι, Ἀθ. 594C, πρβλ. Ruhnk Τιμ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, φθονῶ τινι, ὀργίζομαι, μ. δοτ. προσ., εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων, Ἰλ. Ρ. 71· ἀγασσάμενοι [μοι] περὶ νίκης, Ψ, 639· καὶ ἑπομένου ἀπαρεμφ., = φθονῶ τινα ὅτι ..., σχέτλιοί ἐστε, θεοί, οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ’ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι, Ὀδ. Ε, 119, πρβλ. 122, 129, Ψ, 211· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἔφασκε Ποσειδάων’ ἀγάασθαι ἡμῖν οὕνεκα, Θ, 565. 2) μ. αἰτ., εἶμαι ζηλότυπος, ὀργίζομαι διά τι, ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα, Β, 67· τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεός, Δ, 181, ὕβριν ἀγασσάμενοι, Ψ, 64. Πρβλ. ἀγαίομαι.
English (Autenrieth)
(ἄγη), fut. ἀγάσσεσθαι, aor. ἠγασάμην, ἠγασσάμην (also unaugmented), and from parallel form ἀγάομαι, ἀγάασθε, ἀγάασθαι, ipf. ἠγάασθε. The form ἄγαμαι only in signif. 1:— (1) admire, wonder at, be amazed, θαυμάζειν οὔτ' ἀγάασθαι, Od. 16.203.—(2) in bad sense, be indignant at, w. acc. Od. 2.67, w. dat. Od. 8.565; be vexed, Il. 23.639; with κότῳ, Il. 14.111; hence envy, begrudge, with inf. Od. 5.129, especially of envy of the gods, Od. 4.181.
English (Slater)
ᾰγαμαι
1 be amazed at
a c. acc. ἴυξεν δδύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς (P. 4.238)
b c. gen. ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον], γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες ὅτι ξένοι ἔφθινον (sc. θεοί, with which ἀγασθέντες may possibly be joined. v. Κηληδών.) (Pae. 8.75)
Greek Monotonic
ἄγαμαι: [ᾰ], βʹ πληθ. ἄγασθε, Επικ. ἀγάασθε, Επικ. απαρ. ἀγάασθαι, παρατ. ἠγάμην, μέλ. Επικ. ἀγάσσομαι, αόρ. αʹ ἠγασάμην, Επικ. γʹ ενικ. ἠγάσσατο ή ἀγάσσατο· επίσης, απαντά στον Παθ. αόρ. ἠγάσθην·
I. 1. απόλ., αναρωτιέμαι, θαυμάζω, είμαι έκπληκτος, σε Όμηρ.
2. με αιτ., θαυμάζω ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, στο ίδ., σε Ηρόδ.· ομοίως στην Αττ., ταῦτα ἀγασθείς, σε Ξεν.· με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., θαυμάζω κάποιον για ένα πράγμα, σε Πλάτ., Ξεν.
3. με γεν. πράγμ. μόνο συχνά στους Κωμ., θαυμάζω εξαιτίας κάποιου πράγματος, ἄγαμαι δὲ λόγων, σε Αριστοφ.
4. με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ., οὐκ ἄγαμαι ταῦτ' ἀνδρός, δεν θαυμάζω αυτό σε έναν άνδρα, σε Ευρ.
5. με γεν. προσ. ακολουθ. από μτχ., θαυμάζω την πράξη κάποιου, ἄγαμαι αὐτοῦ εἰπόντος, σε Πλάτ.
6. με δοτ., είμαι ενθουσιασμένος με ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. 1. με αρνητική σημασία, αισθάνομαι ζήλια, φθόνο, οργίζομαι εναντίον ενός προσώπου, με δοτ., σε Όμηρ.
2. με αιτ., ζηλεύω ή θυμώνω με κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἀγαίομαι.
Frisk Etymological English
See also: ἀγα-
Middle Liddell
I. absol. to wonder, be astonished, Hom.
2. c. acc. to admire a person or thing, Hom., Hdt.; so in Attic, ταῦτα ἀγασθείς Xen.; c. acc. pers. et rei, to admire one for a thing, Plat., Xen.
3. c. gen. rei only, often in Com., to wonder at, λόγων Ar.
4. c. acc. rei et gen. pers., οὐκ ἄγαμαι ταῦτ' ἀνδρός I admire not this in a man, Eur.
5. c. gen. pers., foll. by a part., to wonder at one's doing, ἀγ. αὐτοῦ εἰπόντος Plat.
6. c. dat. to be delighted with a person or thing, Hdt., Eur., etc.
II. in bad sense, to feel envy, bear a grudge against a person, c. dat., Hom.
2. c. acc. to be jealous or angry at a thing, Od. Cf. ἀγαίομαι.
Frisk Etymology German
ἄγαμαι: {ágamai}
See also: s. ἀγα-.
Page 1,6
Mantoulidis Etymological
(=θαυμάζω, παραξενεύομαι καί γιά κακή σημ. = ὀργίζομαι γιά κάτι). Ἀπό ρίζα γα- μέ τό πρόθεμα α καί κατάλ. -μαι → ἄ-γα-μαι. Ἔχει ἴδια ρίζα μέ τό οὐσ. ἄγη (=θαυμασμός, ἔκπληξη, κακία, μίσος) καί το ἐπίρρ.ἄγαν. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγαστός (=ἄξιος θαυμασμοῦ), ἀξιάγαστος (ἀξιοθαύμαστος), ἄγασμα (=ἀντικείμενο λατρείας), τό ἐπίρρημα ἀγαμένως (=μέ θαυμασμό), ἀγαυός (=εὐγενής). (λατιν. gaudeo).
Translations
envy
Albanian: resë; Arabic: حَسَدَ; Egyptian Arabic: حسد; Armenian: նախանձել; Bau Bidayuh: bidoki; Belarusian: зайздросціць; Bulgarian: завиждам; Catalan: envejar; Cebuano: sina, suya; Chinese Mandarin: 羡慕; Czech: závidět; Dutch: benijden, afgunstig zijn; Esperanto: envii; Faroese: øvunda; Finnish: kadehtia; French: envier; Galician: envexar; Georgian: შეშურება; German: beneiden; Greek: ζηλεύω, φθονώ; Ancient Greek: ἀγάω, ἄγαμαι, ἀγαίομαι, ἀποφθαλμόομαι, ἀποφθαλμοῦμαι, ἀποφθαλμιόομαι, βασκαίνω, διαφθονέω, διαφθονῶ, ἐπιβλέπω, ζαλλεύω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, ζηλόω, ζηλῶ, φθονέω, φθονῶ; Hungarian: irigyel; Indonesian: cemburu; Irish Old Irish: for·muinethar; Italian: invidiare; Japanese: 羨む; Kazakh: қызғану; Korean: 부럽다; Latin: invideo; Macedonian: завидува; Maori: kōhaehae; Middle English: envien; Old English: æfestegian; Persian: حسادت ورزیدن, رشک ورزیدن; Polish: zazdrościć; Portuguese: invejar; Romanian: invidia; Russian: завидовать; Serbo-Croatian Cyrillic: завидети, завидјети; Roman: zavideti, zavidjeti; Slovak: závidieť; Slovene: zavidati; Spanish: envidiar; Swedish: avundas; Tamil: பொறாமை; Thai: ริษยา, อิจฉา; Turkish: kıskanmak; Ukrainian: заздрити; Zazaki: peğil biyen