ἀγάομαι
From LSJ
English (LSJ)
Ep. collat. form of ἄγαμαι, only part. ἀγώμενος, admiring, Hes.Th.619; and opt. ἀγήσατο Alc.14:—ἄγασθε is the right reading in Od.5.129.
Spanish (DGE)
v. ἀγαίομαι.
German (Pape)
[Seite 9] Nebenform von ἄγαμαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 admirer, s'étonner;
2 envier.
Étymologie: ἄγαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάομαι: Hom., Hes. = ἄγαμαι 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάομαι: Ἐπ. παράλληλος τύπος τοῦ ἄγαμαι, ἀπαντῶν δὶς μόνον παρ’ Ἡσιόδῳ καὶ παρ’ Ὁμήρῳ. ἀγώμενος, φοβούμενος ἢ φθονῶν, Ἡσ. Θεογ. 619, τὸ δὲ ἐν Ὀδ. Ε, 129, ἀγᾶσθε μετετράπη ὑπὸ κριτικῶν τινων εἰς ἄγασθε· καὶ οἱ τύποι ἀγάασθε, ἠγάασθε, ἀγάασθαι, ἀνήκουσιν ὡσαύτως εἰς τὸ ἄγαμαι.
English (Autenrieth)
see ἄγαμαι.
Greek Monotonic
ἀγάομαι: Επικ. τύπος του ἄγαμαι, μόνο στη μτχ. ἀγώμενος, αυτός που φοβάται ή φθονεί, σε Ησίοδ.