ὁμοιάζω

Revision as of 21:43, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(ὅμοιος) A to be like, interpol. in Ev.Marc.14.70, v.l.inEv.Matt.23.27. II trans., compare, liken, Diom.p.365K.

German (Pape)

[Seite 334] gleich sein, gleichen, N. T.

French (Bailly abrégé)

comparer.
Étymologie: ὅμοιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιάζω: быть похожим NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιάζω: (ὅμοιος) εἶμαι ὅμοιος, Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 70. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.

English (Strong)

from ὅμοιος; to resemble: agree.

English (Thayer)

(ὅμοιος (cf. Winer's Grammar, 25)); to be like: L Tr text WH marginal reading; where see Fritzsche, p. 658f; (on the dative cf. Winer's Grammar, § 31,1h.). Not found elsewhere. (Compare: παρομοιάζω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμοιάζω)
βλ. μοιάζω.

Greek Monotonic

ὁμοιάζω: (ὅμοιος), είμαι όμοιος, παρεμφερής με, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὁμοιάζω, ὅμοιος
to be like, NTest.

Chinese

原文音譯:Ðmoi£zw 何妹阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:有如(化)
字義溯源:相像,相同,相似;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 相同(1) 可14:70