ὑμνοποιός
English (LSJ)
όν, making hymns, Μοῦσα E.Rh.651: Subst. -ποιός, ὁ, minstrel, Id.Supp.180:—hence ὑμνο-ποιέομαι, sing hymns of praise, Sm.Ps.55(56).11.
German (Pape)
[Seite 1179] Hymnen dichtend; Eur. Suppl. 192; ἡ, Rhes. 651.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοποιός poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνοποιός: II ὁ Eur. = ὑμνοθέτης II.
слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ὕμνους, Μοῦσαι Εὐρ. Ρῆσ. 651· ὡς οὐσιαστ. ὑμνοποιός, ὁ ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 180.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. υμνωδός, υμνολόγος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοποιός
ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ποιός].
Greek Monotonic
ὑμνοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. ὑμνοποιός, ὁ, ποιητής, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑμνο-ποιός, όν ποιέω
making hymns: as substantive, ὑμν., ὁ, a minstrel, Eur.