ὑπερθαύμαστος

Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπερ-θαύμαστος, ον,
most admirable, Anth.