ὑποφλέγω

Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

heat from below, λαμπάδι ὕδωρ AP9.626 (Marian.).

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 allumer ou enflammer en dessous;
2 fig. brûler intérieurement;
II. intr. être brûlé intérieurement.
Étymologie: ὑπό, φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφλέγω: подогревать (λαμπάδι ὕδωρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφλέγω: θερμαίνω κάτωθεν, ὑποκάτω, ὕδωρ λαμπάδι Ἀνθ. Π. 9. 626· ― μεταφορ., ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 502.

Greek Monolingual

Α φλέγω
1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω
2. μέσ. ὑποφλέγομαι
μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.).

Greek Monotonic

ὑποφλέγω: μέλ. -ξω, θερμαίνω από κάτω, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ξω
to heat from below, Anth.