v.l. for γαλιάγκων (q.v.).
v. γαλιάγκων.
ωνος (ὁ, ἡ)aux bras courts.Étymologie: DELG γαλέη, ἀγκών.
γαλεάγκων: ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γαλιάγκων, ὃ ἴδε.