ἀτέκμων
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ονος
que no puede concebir στεῖραι ... καὶ ἀτέκμονες ... νύμφαι Man.4.584.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέκμων: -ονος, ἡ, (τίκτω, τεκεῖν) ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ τίκτουσα, ἡ μένουσα ἄτεκνος, στείρας τοι δείξει καὶ ἀτέκμονας ἀνδράσι νύμφας Μανέθ. 4, 584.