ἔνεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνίημι) injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. introducción, inyección, jeringación gener. por el ano, enema ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.Syn.9.14.1
•por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30
•ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero Spir.2.18.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.