ἔνεσις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐνίημι) injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. introducción, inyección, jeringación gener. por el ano, enema ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.Syn.9.14.1
•por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30
•ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero Spir.2.18.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.