ἔνθεσις

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθεσις Medium diacritics: ἔνθεσις Low diacritics: ένθεσις Capitals: ΕΝΘΕΣΙΣ
Transliteration A: énthesis Transliteration B: enthesis Transliteration C: enthesis Beta Code: e)/nqesis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐντίθημι)
A putting in, insertion, τοῦ νῦ Pl.Cra.426c; εἴδους Plot.5.9.3, cf. Porph.Abst.4.20; putting into the mouth, τῆς τροφῆς Aret.CA1.4.
II that which is put in the mouth, mouthful, Ar.Eq.404 (troch.), Pherecr.108.6, Telecl.1.10, Hermipp.41, etc.
2 grafting, graft, Ph.1.301, Gp.10.37.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I concr.
1 bocado εἴθε ... ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν ¡ojalá arrojaras lo que devoras! Ar.Eq.404, αὐτομάτην τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν Pherecr.113.6, cf. Telecl.1.10, Antiph.202.12, προσάπτεται μὲν ἄκροις τοῖς δακτύλοις ... τὰς ἐνθέσεις Luc.DMeretr.6.3, cf. Eust.1134.5, Θετταλικὴ ἔ. bocado tesalio, e.d., gran bocado, de comilón Hermipp.42.2.
2 bot. injerto Ph.1.301, Gp.10.37.1.
II como n. de acción, frec. c. gen.
1 ingestión, ingesta τῆς τροφῆς Aret.CA 1.4.14, cf. Porph.Abst.2.48, 4.20.
2 imposición εἴδους Plot.5.9.3
gram. epéntesis τοῦ νῦ Pl.Cra.426c, cf. Eust.898.64, 1818.3.
3 acción de meter entre o dentro, introducción, inserción ἡ τοῦ λίθου εἰς τὸ στέλεχος ἔ. Gp.5.35.2, ἀγγεῖον κεράμιον εἰς πυρὸς ἔνθεσιν Hsch.
4 bot. acción de injertar, injerta ἔ. ἀμπέλου Gp.10.75.6. Cf. ἐντίθημι.

German (Pape)

[Seite 842] ἡ, das Hineinsetzen, -schieben, z. B. eines Buchstaben, Plat. Crat. 426 c; – der Bissen, den man in den Mund steckt (VLL. ψωμοί), Ar. Equ. 403; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; vgl. Stratt. ib. XIV, 622 a; Luc. D. Heretr. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
introduction.
Étymologie: ἐντίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθεσις: εως ἡ
1 вставка (τοῦ «ν» Plat.);
2 (отправляемый в рот) кусок пищи Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθεσις: -εως, ἡ, (ἐντίθημι), τὸ ἐντιθέναι, παρεμβάλλειν, Πλάτ. Κρατ. 426C: τὸ ἐντιθέναι εἰς τὸ στόμα, ἐς ἔνθεσιν τῆς τροφῆς Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4. ΙΙ. τὸ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα τεμάχιον, βλωμός, «βοῦκκα», «μπουκκιά», Ἀριστοφ. Ἱππ. 404, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 6, Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 10, Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 4, κτλ. 2) ἡ πρᾶξις τοῦ ἐντιθέναι τὸ ἔνθεμα ἐν τῷ ἐγκεντρίζειν, ἀμφοτέρων δὲ τῶν προειρημένων δεῖ σύντομον τὴν ἔνθεσιν ποιεῖσθαι Γεωπ. 10. 75, 6.

Greek Monotonic

ἔνθεσις: -εως, ἡ (ἐντίθημι), τοποθέτηση, χώσιμο· επίσης, κομμάτι τροφής που μπαίνει στο στόμα, μπουκιά, χαψιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἔνθεσις, εως ἐντίθημι, a putting in: also a piece put in, a mouthful, Ar.

Translations

Bulgarian: вмъкване; Catalan: inserció; Danish: indkast; French: insertion; Ancient Greek: παρένταξις, ἔνθεσις; Indonesian: pemasukan; Italian: inserzione; Maori: kōurunga, kuhinga, kōkuhunga; Portuguese: inserção; Quechua: sat'iy; Romanian: inserție, inserare; Spanish: inserción