ἐνορύσσω

Revision as of 17:20, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

dig,plpf.Pass. ἐνωρώρυκτο, κολυμβήθρα Philostr.VA2.27.

Spanish (DGE)

1 cavar, excavar τὸν λάκκον Pan 69.13 (III d.C.), cf. PLond.483.43 (VII d.C.), en v. pas. (παράδεισος) ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Philostr.VA 2.27.
2 grabar, inscribir un texto sobre una piedra, en v. pas., Cyr.Al.M.68.733B.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνορύσσω: σκάπτω ἐντός τινος, τὸ δὲ βαλανεῖον παράδεισος ἦν, ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Φιλόστρ. 79.