διασταυρόω

Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

English (LSJ)

cut off and fortify with a palisade, D.C.41.50:—Med., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν to have it fortified, Th.6.97.

Spanish (DGE)

1 construir empalizadas D.C.41.50.2.
2 tr. asegurar mediante estacas un sendero abierto en un pantano, App.BC 4.109
en v. med. cerrar o cortar con una empalizada τὸν ἰσθμόν Th.6.97.

German (Pape)

[Seite 603] verpallisadiren, Dio Cass. 41, 50. – Med., Thuc. 6, 97, τὸν ἰσθμόν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. διεσταύρου;
munir de palissades, de retranchements.
Étymologie: διά, σταυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σταυρόω met palissaden afsluiten.

Greek Monotonic

διασταυρόω: μέλ. -ώσω, οχυρώνω με πασσαλοπήγματα, οδοφράγματα — Μέσ., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, να τον οχυρώσουν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διασταυρόω: περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. διαταφρεύω.

Middle Liddell

fut. ώσω
to fortify with a palisade: Mid. διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν to have it fortified, Thuc.