creador
Spanish > Greek
γενέτης, γενέτωρ, γενεσιάρχης, γενεσιουργός, γενετήρ, γεννήτωρ, γεννησιουργός, γεννητήρ, δημιουργητικός, δημιουργικός, δημιουργός, ἀναγεννητικός, ἀποτελεσματικός
γενέτης, γενέτωρ, γενεσιάρχης, γενεσιουργός, γενετήρ, γεννήτωρ, γεννησιουργός, γεννητήρ, δημιουργητικός, δημιουργικός, δημιουργός, ἀναγεννητικός, ἀποτελεσματικός