cazador
Spanish > Greek
ἀγρέτης, ἀγρεμών, ἀγρευτήρ, ἀγρευτής, ἀγρευτικός, ἀγρότης, ἀγρότις, ἀγρώστης, ἀκροβολιστής, ἀρκυωρός, Ἀγραῖος, ἐκκυνηγέτης, ἔναγρος
ἀγρέτης, ἀγρεμών, ἀγρευτήρ, ἀγρευτής, ἀγρευτικός, ἀγρότης, ἀγρότις, ἀγρώστης, ἀκροβολιστής, ἀρκυωρός, Ἀγραῖος, ἐκκυνηγέτης, ἔναγρος