ἀγρότις
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Spanish (DGE)
-ιδος
• Morfología: [ac. sg. -ιν AP 6.57 (Paul.Sil.)]
1 que vive en el campo (tb. subyace a veces que se dedica a la caza) de diosas y entidades semidivinas Νύμφη A.R.2.509, de Ártemis κούρα ἀ. AP 6.111 (Antip.Sid.), cf. IG 7.3100 (Lebadea, imper.), Αὔρη Nonn.D.48.349, cf. Hsch.
2 de obj. que sirve para la caza, cazador ἀγρότιν αἰγανέαν de cierto tipo de jabalina AP 6.57 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 24] ιδος, ἡ, ländlich, Νύμφη Ap. Rh. 2, 509; πέρδιξ Simm. Rh. 4 (v II, 203); ἠχώ P. Sil. 48 (v I, 54); κούρα, Artemis, Antip. Sid. 19 (VI, 111), welches wie αἰγανέη ἀγρ. P. Sil. 47 (v I, 57) auch auf die Jagd bezogen werden kann.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρότις:
I ιδος adj. f полевая, степная (πέρδιξ, ἠχώ Anth.).
II ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.): ἀ. κούρα Anth. = Ἄρτεμις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρότις: -ιδος, θηλ. τοῦ ἀγρότης.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α ἀγρότις, Ν ἀγρότισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.