σκοτοφεγγής

Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

English (LSJ)

ές, perh darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῖς», Ζώσιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο-φεγγής].