ὀρειλεχής, -ές (Α)αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῖς λέοντες», Εμπεδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη-λεχής].