βαθυσκαφής

Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

English (LSJ)

ές, deep-dug, S.El.435.

Spanish (DGE)

(βᾰθυσκᾰφής) -ές profundamente cavado, espeso κόνις S.El.435.

German (Pape)

[Seite 425] κόνις, tiefgegraben, Soph. El. 435.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé profondément ; épais.
Étymologie: βαθύς, σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυσκαφής -ές βαθύς, σκάπτω diep gegraven.

Russian (Dvoretsky)

βαθυσκᾰφής: глубоко разрытый: βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψαι τι Soph. зарыть что-л. глубоко в землю.

Greek Monolingual

βαθυσκαφἠς (-οῦς), -ές (Α)
βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῖ κόνει», Σοφ.
«βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «το σκάψιμο» < σκάπτω.

Greek Monotonic

βᾰθυσκᾰφής: -ές (σκάπτω), σκαμμένος βαθιά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠσκαφής: -ές, ὁ βαθέως ἐσκαμμένος, Σοφ. Ἠλ. 435.

Middle Liddell

σκάπτω
deep-dug, Soph.

English (Woodhouse)

deep-dug