δημοκρατούμαι

Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α δημοκρατοῦμαι, -έομαι, Μ δημοκρατῶ, -έω)
έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά
μσν.
δημοκρατῶ
1. επικρατώ του αντίπαλου δήμου
2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία
αρχ.
απρόσ. δημοκρατεῖται
κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές.