ὁ, v. κριός III, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.
κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.
κρεῖος, ὁ (Α)(αντί κριός)1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου2. ποικιλία ρεβιθιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].