μηνιεῖος, -α, -ον (Α)1. ο μηνιαίος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖαμηνιαία σιτηρέσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντ-ιείος)].