ῥιξικάζεται

Revision as of 10:00, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

English (LSJ)

ῥικάζεται, στροβεῖται, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥικάζεται, στροβεῖται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει τη μορφή ενός εκφραστικού τ. αντί του ῥικάζεται (< ῥικ-νός), ενώ δεν αποκλείεται η περίπτωση να είναι εσφ.].