sanguinary
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Blood thirsty: P. φονικός, Ar. and V. φοίνιος, δαφοινός, φιλαίματος; see cruel.
Murderous: V. ἀνδροκτόνος, ἀνδροφθόρος, πολύφονος, πολυκτόνος, βροτοκτόνος; see murderous.
Of a battte: use P. καρτερός.
adj.
Blood thirsty: P. φονικός, Ar. and V. φοίνιος, δαφοινός, φιλαίματος; see cruel.
Murderous: V. ἀνδροκτόνος, ἀνδροφθόρος, πολύφονος, πολυκτόνος, βροτοκτόνος; see murderous.
Of a battte: use P. καρτερός.