sanguinary
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English > Greek (Woodhouse)
adjective
blood thirsty: P. φονικός, Ar. and V. φοίνιος, δαφοινός, φιλαίματος; see cruel.
murderous: V. ἀνδροκτόνος, ἀνδροφθόρος, πολύφονος, πολυκτόνος, βροτοκτόνος; see murderous.