νουθετῶ

Revision as of 14:05, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=συμβουλεύω). Ἀπό τό νοῦς + τίθημι.
Παράγωγα: νουθέτημα, νουθέτησις, νουθετητέος, νουθετητέον, νουθετητής, νουθετητικός, ἀνουθέτητος, νουθεσία. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη νόος -νοῦς καί στό ρῆμα τίθημι.