νουθετητικός
English (LSJ)
νουθετητική, νουθετητικόν, admonitory, of admonition, monitory, didactic, λόγοι Pl.Lg.740e, Phld.Po.5Fr.1; τὸ ν. εἶδος τῆς παιδείας Pl.Sph.230a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à avertir, à admonester ; ἡ νουθετητική (τέχνη) l'art d'avertir.
Étymologie: νουθετέω.
German (Pape)
ή, όν, ans Herz legend, ermahnend, warnend, λόγοι, Plat. Legg. V.740c.
Russian (Dvoretsky)
νουθετητικός: увещевательный, поучающий, наставительный (λόγοι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητικός: -ή, -όν, παραινετικός, λόγοι Πλάτ. Νόμ. 740Ε· τὸ ν. εἶδος τῆς παιδείας ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230Α· - διάφ. γραφ. νουθετικός, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 520.
Greek Monolingual
νουθετητικός, -ή, -όν (Α) νουθετητής
παραινετικός, συμβουλευτικός («διὰ λόγον νουθετητικόν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
νουθετητικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, παραινετικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νουθετητικός, ή, όν
monitory, Plat., Xen.
Translations
Bulgarian: предупредителен; Italian: ammonitorio; Portuguese: admonitório; Russian: предостерегающий; Spanish: admonitorio