καλινδοῦμαι

Revision as of 14:09, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: καλινδήθρα (=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύμναση), καλίνδησις.