καλινδοῦμαι
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
Mantoulidis Etymological
(=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: καλινδήθρα (=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύμναση), καλίνδησις.