καλινδήθρα
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
ἡ, = ἀλινδήθρα, place for horses to roll after exercise, Ael.NA3.2.
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, = κυλινδήθρα, Ael. H. A. 3, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manège pour les chevaux.
Étymologie: καλινδέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι ἐκυλίοντο μετὰ τὴν γύμνασιν (πρβλ. ἐξαλίω), Αἰλ. π. Ζ. 3. 2.
Greek Monolingual
καλινδήθρα και ἀλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. -θρα (πρβλ. κοιμήθρα, κυλινδήθρα)].