σιγηλός

Revision as of 14:26, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγηλός -ή -όν, Dor. σιγᾱλός [σιγή] zwijgzaam, stil.

Russian (Dvoretsky)

σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1) молчащий, безмолвный, молчаливый, Pind., Soph., Eur.;
2) лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.

Greek Monotonic

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.

Middle Liddell

σῑγηλός, ή, όν
disposed to silence, silent, mute, Soph.; τὰ σιγηλά silence, Eur.

English (Woodhouse)

secretive, silent

Mantoulidis Etymological

(=σιωπηλός). Ἀπό τό σιγή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.