ἀμηχανία
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Ion. ἀμηχανίη, ἡ,
A want of means or want of resources, helplessness, ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν Od.9.295; πενίην μητέρ' ἀμηχανίης Thgn.385, cf. 619 (pl.), Alc.92, Hdt.8.111, etc.; ὑπ' ἀμηχανίας Ar.Av.475.
II of things, hardship, trouble, χειμῶνος ἀμηχανίη Hes.Op.496.
Spanish (DGE)
(ἀμηχᾰνία) -ας, ἡ
• Alolema(s): eol., dór. ἀμᾱχανία Alc.364.2, Pi.P.2.54; jón. ἀμηχᾰνίη Thgn.385, Hdt.8.111
I ref. a medios materiales indigencia, falta de recursos καταλῦσαι τὴν στρατιὰν μᾶλλον ἢ ἄκοντας ὑπ' ἀμηχανίας ἐξελαθῆναι licenciar el ejército mejor que ser expulsados (del país) contra nuestra voluntad por falta de medios X.Cyr.6.1.15, τοὺς οἴκους κατατρίβουσι καὶ ἀμηχανίαις συνέχονται arruinan las casas y se ven afligidos por la indigencia X.Oec.1.21.
II en gener.
1 concebida como un agente o fuerza exterior impotencia, dificultades, imposibilidad c. giro preposicional ὑπ' ἀμηχανίας Ar.Au.475, ἀμηχανίης ὑπὸ λυγρῆς τειρομένη destrozada por dolor osa impotencia Call.Del.210, ὑπ' ἀμηχανίης σχομένη φάτο Call.Iou.28, διὰ τὴν ἀμηχανίαν ... τῶν ἀπαντωμένων Plb.16.10.4, ὑπ' ἔρωτος καὶ τῆς ἀμηχανίας Luc.VH 2.25, pero ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον de lo hondo del infortunio llevando a la luz a este pueblo Pi.O.5.14
•tb. en instrum. ἀνθρωπίνη βιοτὴ ... συμπεφυρμένη ... ἀμηχανίῃσιν Democr.B 285, ἀμηχανίῃ δ' ἔσχοντο ἄφθογγοι A.R.1.638
•como suj. agente ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν Od.9.295, ἀ. γὰρ ἐν αὐτῶν στήθεσιν ἰθύνειπλακτὸν νόον Parm.B 6.5, καρτερὸν περ' ἐόνθ' (τὸν λέοντα) αἱρεῖ ἀ. Thgn.294, ἴσχει γὰρ χαλεπῆς πείρατ' ἀμηχανίης Thgn.140, φωνὰν ἔσχεν ἀ. Call.Lau.Pall.84
•en gener. ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων Pi.N.7.97, βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pi.Fr.52d.26, ἀμαχανίαν ἀλέξων Pi.Fr.52f.10, σιγαλὸν ἀμαχανίαν ... φυγών Pi.P.9.92, εἰδὼς τὴν ἑαυτοῦ ἐν τοιοῖσδε πράγμασιν ἀμηχανίην Protag.B 9, τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν' E.Med.645, ἐξ ἀμηχανίας εὐπορίαν τινὰ ηὑρηκυῖα X.Oec.9.1, ἀμηχανίης εὗρε πόρον Epigr.Gr.1073.4 (IV a.C.), cf. ἀμαχανίας πόρον εἶδες Lyr.Adesp.101.7, πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην fueron los primeros en descubrir la impotencia de los enemigos e.d. los primeros en derrotarlos epigr. en Aeschin.3.184, ἀ. περιέστη τοὺς ἀνθρώπους Plb.36.3.1, πολλὴ τὸν βασιλέα κατεῖχεν ἀ. D.H.3.22, quanta ἀμηχανία! Cic.Att.15.29, τὰς ἐκ τοῦ δανείζεσθαι καὶ ὀφείλειν ἀμηχανίας Plu.2.830a, τὴν παροῦσαν ὀλοφυρομένων ἀμηχανίαν Plu.Cam.31, cf. tb. Adam.1.6
•c. gen. subjet. dificultades, agobio χειμῶνος Hes.Op.496, κακότητος A.R.4.1259
•imposibilidad πραγμάτων Chrys.M.62.639.
2 concebida como un estado en el que se cae, gener. en dat. c. ἐν tribulación, impotencia, falta de recursos, no saber qué hacer κείμενος ἐν μεγάλῃ ... ἀμηχανίῃ Thgn.646, πολλ' ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι ἀχνύμενος κῆρ Thgn.619, εἶδον ... ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον Pi.P.2.54, ἐν οἵῳ κινδύνῳ τε καὶ ἀμηχανίᾳ καθέστατε And.2.8, ἐν ἀμηχανίᾳ ἔπεσε D.C.78.35.3, ἐν ἀμηχανίᾳ δέ μου ὄντος Iust.Phil.Dial.2.6, εἰς ἀμηχανίαν ... ἐμπίπτουσιν Onas.42.4
•tb. como suj. de verbos copulativos ἔρδειν δ' ἀμφοτέροισιν ἀ. παράκειται Thgn.685, φιλεῖ δὲ τᾷ δυστρόπῳ ... ἁρμονίᾳ κακὰ ἀ. συνοικεῖν E.Hipp.162.
III personif. emparentada diversamente con Penía ‘la Pobreza’ Indigencia Πενία ... ἀ μέγαν δάμνα λᾶον Ἀμαχανίᾳ σὺν ἀδελφέᾳ Alc.364.2, πενίην μητέρ' ἀμηχανίης Thgn.385, θεοὺς δύο ... Πενίην τε καὶ Ἀ. Hdt.8.111.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, Ratlosigkeit, Ratlosigkeit, Verlegenheit, Hom. einmal, Od. 9, 295 ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν; – übh. Noth, öfter Her., der 8, 111 als Göttinnen Πενίη u. Ἀμ. ueben einander stellt; ähnl. Hes. κακοῦ χειμῶνος ἀμ. σὺν πενίῃ O. 496; εἰς κίνδυνον καὶ ἀμηχανίαν καθιστάναι Andoc. 2, 8; bei Xen. Oec. 9, 1 der εὐπορία entgegenstehend; ἀμηχανίᾳ συνέχονται, sie leiben Mangel, Oec. 1, 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté, embarras ; impuissance.
Étymologie: ἀμήχανος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηχᾰνία: ион. ἀμηχᾰνίη, дор. ἀμᾱχᾰνία ἡ
1 недоумение, смущение, тж. затруднительное положение Plut.: ἀ. ἔχε θυμόν Hom. смущение овладело душой (каждого), (все мы) были поражены;
2 бедственное положение, нужда, тж. скудость Her., Pind., Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχανία: Ἰων, -ίη, ἡ, ὡς τὸ ἀπορία = ἔλλειψις μέσω ἢ πόρων, ἔνδεια, Ὀδ. Ι. 295, Θέογν. 385, καὶ (κατὰ πληθ.) 619: ἀκολούθως ἐν Ἡροδ. 8. 111, Πινδ., καὶ Ἀττ., ὑπ’ ἀμηχανίας, Ἀριστοφ. Ὄρ. 475. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, ταλαιπωρία, χειμῶνος ἀμηχανίη Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. (496).
Greek Monolingual
η (Α ἀμηχανία) ἀμήχανος
απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια
νεοελλ.
δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός
αρχ.
έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια.
Greek Monotonic
ἀμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. έλλειψη μέσων, ένδεια, ανικανότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ὑπ' ἀμηχανίας, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσκολία, κακουχία, συμφορά, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[from ἀμήχανος
I. want of means, helplessness, impotence, Od., etc.; ὑπ' ἀμηχανίας Ar.
II. of things, hardship, trouble, Hes.
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی