μελύδριον

Revision as of 14:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, Dim. of μέλος A, A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.

German (Pape)

[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.

Russian (Dvoretsky)

μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.

Greek Monolingual

μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.

Middle Liddell

μελύδριον, ου, τό, [Dim. of μέλος II]
a ditty, Theocr., Bion.

Mantoulidis Etymological

(=τραγουδάκι) ὑποκοριστικόςς τοῦ μέλος.