ἐνάρμοστος

Revision as of 09:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ον, harmonious, συμφωνίας LXX 4 Ma.14.3; concordant, πρὸς ἄλλα Iamb. Myst.3.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 armonioso συμφωνία LXX 4Ma.14.3 (var.).
2 concordante c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.Myst.3.18 (var.).

German (Pape)

[Seite 830] angepaßt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρμοστος: -ον, (ἐναρμόζω) ἁρμόζων, ἀμφίβολον ἐν Ἰωσήπ. Μακκ. 14. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).