εύρυθμος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔρυθμος, -ον)
1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό
2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών
μσν.-αρχ.
(για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. καλά προσαρμοσμένος
2. (για τον σφυγμό) κανονικός
3. φρ. «εὔρυθμος πούς» — πόδι που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής
4. φρ. «εὔρυθμος βακτηρία» — η βέργα με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις.
επίρρ...
ευρύθμως (ΑΜ εὐρύθμως)
ρυθμικά, με ωραίο ρυθμό
αρχ.
(για χειρουργό) με επιδέξια χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρυθμός].